σηρικό(ν)

σηρικό(ν)
το шёлк

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σηρικό(ν)" в других словарях:

  • паволока — ПАВОЛОК|А (38), Ы с. 1. Дорогая шелковая ткань, паволока: тъгда володимиръ повелѣ метати. людьмъ кѹнами же и скорою и паволокы. СкБГ XII, 25в; везлъ ѥсмь былъ въ коробь˫ахъ. дары паволокы и овощь. а они мѧ обьщьствовали. ЛН XIII2, 104 (1228); ту… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ατλάζι — το στιλπνό ύφασμα ολομέταξο ή συνυφασμένο με μαλλί, βαμβάκι ή λινάρι (οι Βυζαντινοί το ονόμαζαν ολοσηρικό ή σηρικό). [ΕΤΥΜΟΛ. < (αραβ.) atlas] …   Dictionary of Greek

  • λειοσηρικό — το είδος στιλπνού και λείου μεταξωτού υφάσματος, το ατλάζι, αλλ. ολοσηρικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + σηρικό (< σήρ, ηρός «μεταξοσκώληκας»)] …   Dictionary of Greek

  • σερζ — το, Ν άκλ. (ξεν. λ.) είδος μάλλινου ή μεταξωτού υφάσματος με πυκνή ύφανση. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. serge < λατ. serica «σηρικό μετάξι»] …   Dictionary of Greek

  • σηρικίνη — και σερικίνη, η, Ν συστατικό τού μεταξιού, σε ποσοστό 20% περίπου, που αποτελείται από μια οικογένεια πρωτεϊνών στις οποίες κυριαρχεί η σερίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sericin < λατ. sericum «σηρικό, μετάξι»] …   Dictionary of Greek

  • βόμβυκας — Η συστηματική ζωολογία αποδίδει την ονομασία αυτή μόνο στον β. της μουριάς ή σηρικό,δηλαδή στην πεταλούδα (το ενήλικο έντομο) του μεταξοσκώληκα (προνύμφη, κοινώς κάμπια). Επικράτησε όμως να χαρακτηρίζονται β. όλα τα λεπιδόπτερα, των οποίων οι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»